- χερουβικός
- -ή, -ό / χερουβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)2. το ουδ. ως ουσ. το χερουβικό(ν)ύμνος που ψάλλεται πριν από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο χερουβικό...», δημ. τραγούδιβ. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῡ χερουβικοῡ σιγησάτω πᾱσα σὰρξ βροτεία... ἄλλο οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χερουβικάοι χερουβικοί ύμνοι4. φρ. «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»εκκλ. οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό.
Dictionary of Greek. 2013.